- φαρμακεία
- (Νομ.). Η χρησιμοποίηση δηλητηρίων για τη διάπραξη εγκλήματος. Κατά τον Ποινικό Νόμο όλων των πολιτισμένων κρατών, η φ. αποτελεί αδίκημα του οποίου η ποινή φτάνει έως την καταδίκη σε θάνατο. Οι αρχαίοι μεταχειρίζονταν δηλητήρια φυτικά, ζωικά ή μεταλλικά και τα έδιναν με δόλο σε άτομα από τα οποία επιθυμούσαν να απαλλαγούν. Συχνά τα μεταχειρίζονταν και για να αυτοκτονήσουν. Κλασικό δηλητήριο των αρχαίων ήταν το κώνειο, που καθιερώθηκε στην Αθήνα ως μέσο θανατικής εκτέλεσης. Η φ. υπήρξε συνηθισμένο έγκλημα στην αρχαία Ρώμη. Τον καιρό της αυτοκρατορίας την τιμωρούσαν με θάνατο.
* * *η, ΝΜΑ [φαρμακεύω]1. η χρησιμοποίηση δηλητηριώδους ή μαγικού φαρμάκου2. η παροχή δηλητηρίου με κύριο σκοπό τη διάπραξη εγκλήματος, δηλητηρίασηνεοελλ.(νομ.) δόλια ή εξ αμελείας δηλητηρίαση ανθρώπου, που αποτελεί περίπτωση ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης, ανάλογα με την πρόθεση τού δράστη και το αποτέλεσμα τής αδικοπρακτικής του δράσηςαρχ.1. χρήση ή παροχή φαρμάκου, ιδίως καθαρτικού2. μαγεία3. χρήση φαρμάκου για θεραπευτικούς σκοπούς, θεραπευτική αγωγή4. φρ. α) «αἱ ἄνω φαρμακεῑαι» — τα εμετικά (Αριστοτ.)β) «αἱ περὶ τὰς φαρμακείας» — οι μάγισσες (Αριστοτ.).————————ἡ, Α [φαρμακεύω]άλλη ονομασία τού πτηνού σίττη*.
Dictionary of Greek. 2013.